Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

peltastae N M

См. также в других словарях:

  • πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»